“ Θέλεις υγιής γενέσθαι;»

Κοινώς θέλεις να ανακτήσεις το σθένος σου και να γίνεις αυτός που πάντα ήσουν, ή θέλεις να καθηλωθείς στην παράλυση σου, στην μνησικακία και αδυναμία σου; Ο Ιησούς συνάντησε τον παράλυτο στην κολυμβήθρα της Βηθεσδά, όπου οι ασθενείς προσέρχονταν για να λάβουν την θεραπευτική θεραπεία τους από τον άγγελο που κατέβαινε κατά καιρούς και κινούσε τα ύδατα.

Ο παράλυτος ευρίσκετο εκεί για 38 ολόκληρα χρόνια και περιμένοντας με καρτερία την θεραπεία του ζούσε από την ελεημοσύνη του πλήθους, ελπίζοντας στο θαύμα, το οποίο δεν ήταν συχνό για να μην ελαττώσει την ευκολία της θεραπείας, αλλά αντίθετα να ενδυναμώσει την διάθεση να αναμένουν οι ασθενείς την κίνηση του νερού. Τον πλησίασε ο Χριστός και τον ρώτησε μια «α- νόητη» ερώτηση, με την έννοια πως η απάντηση είναι εκ πρώτης όψεως προφανής, για το αν επιθυμεί την ίαση του. Η ερώτηση αποβλέπει φυσικά στο να αποσπάσει την σκέψη του αρρώστου από το μέσο της θεραπείας και να του διεγείρει την επιθυμία για την ίδια την θεραπεία, να τον παροτρύνει να γίνει ακόμα πιο συνειδητά πρόθυμος να συναντήσει η επιθυμία του το έλεος του Θεού, που οδηγεί στην συν- χώρεση του θείου και του ανθρώπινου, πέρα από την ανθρώπινη ελεημοσύνη, που προσβάλει αυτόν που τη δέχεται. Να δηλώσει ξεκάθαρα πως επιθυμεί την σωματική και ψυχική υγεία του. Να πάρει θέση και να ορθώσει το ανάστημα του με το “θέλω” του, μέχρι αυτό το θέλω να γίνει και ” μπορώ”.

Υπάρχει περίπτωση κάποιος α- σθενής να μην θέλει να θεραπευτεί, εύλογα αναρωτιόμαστε. Υπάρχει α-σθενής που δεν θέλει να ανακτήσει το σθένος του και αν ναι, ποιος είναι ο λόγος; Και γιατί ο Ιησούς θεωρεί τόσης σημασίας την ερώτηση αυτή και του την θέτει πριν τον θεραπεύσει; Πρόκειται για κάποιο ρητορικό ερώτημα; Ή μήπως πρόκειται για ένα ουσιαστικό ερώτημα που καλούμαστε όλοι να απαντήσουμε ανεξάρτητα από το αν κάνουμε θεραπεία σε κάποιο πλαίσιο;

Η επιλογή της μετοχής μας στο θαύμα

Το θεραπευτικό συμβόλαιο τίθεται από τον θεραπευτή, όχι γιατί θέλει να κατοχυρώσει την πορεία της θεραπείας, αλλά γιατί θέλει να έχει την ενσυνείδητη πρόθεση του θεραπευόμενου για ίαση, την συνειδητή επιθυμία του. Την θέληση του για την πραγμάτωση της εξέλιξης του, την πλήρη συμμετοχή του. Το ερώτημα αυτό θέτει τις βάσεις για την διαδικασία που ανοίγεται, για τον δρόμο που ακολουθείται, όπου κανείς δεν κάνει μαγικά αλλά μαζί, στα πλαίσια μιας σχέσης, στο σχετίζεσθαι, υπερβαίνονται οι αδυναμίες και μετουσιώνονται σε δυνάμεις. Η ζωή δεν είναι μια παθητική αποδοχή, αλλά μια συνεργατική ενεργητική πράξη προς τα εμπρός. Αν δεν μπορούμε να συμμετέχουμε, σημαίνει πως παραμένουμε εξαρτημένοι και αδρανείς, όπως τα μικρά παιδιά και τα μωρά που περιμένουν αβοήθητα την βοήθεια των μεγαλύτερων, γιατί χωρίς τους άλλους απειλείται η ύπαρξη τους. Όμως ως ενήλικες, γιατί να ζούμε σαν παράλυτοι, θαμμένοι κάτω από στρώσεις θυμού, πίκρας, παραπόνου, αίσθηση αδικίας, απομόνωσης και αδυναμίας στην όποια συναλλαγή μας;

Διότι συχνά η παράλυση, η ακινησία είναι πιο βολική από την δράση και την ευθύνη που αυτή συνεπάγεται και το θαύμα ενός σωτήρα που έρχεται πάνω στο λευκό του άτι είναι καταγεγραμμένο στο κύτταρο μας, ως η εύκολη λύση γιατί αυτός θα κάνει όλη την δουλειά, ενώ εμείς απλά θα τον περιμένουμε πίσω από το παράθυρο του πύργου μας φυλακισμένοι. Είναι πάντα ευκολότερο να χρεώνουμε στους άλλους τα χάλια μας και να περιμένουμε τον μπαμπά μας και την μαμά μας, τον θεραπευτή και τις θετικές δηλώσεις μας να μας σώσουν από την δυστυχία μας, από το να κάνουμε εμείς ό,τι χρειάζεται για να βιώσουμε την ευτυχία εντός μας.

 

Ο Χριστός λοιπόν μαζί με τον παράλυτο μπορούσαν να ενθαρρύνουν το θαύμα και να το υποστηρίξουν. Ο ένας θα έδινε την δύναμη και θα ήταν ο αρωγός, αλλά αν ο άλλος έμενε απλά στον ρόλο του βοηθούμενου, το θαύμα θα διαρκούσε για μια παροδική στιγμή και ο παράλυτος θα επέστρεφε στην ψυχοπαθολογική ομοιόσταση του. Θεωρούσαν λοιπόν ο καθένας τον εαυτό του και τον άλλον υπεύθυνο για την συμφωνία που είχαν συνάψει και τον ρόλο που είχαν αναλάβει στην σχέση τους. Δεν ήταν διατεθειμένος ο Χριστός να κάνει το θαύμα του χωρίς να αναλάβει ο παράλυτος την ευθύνη να συντηρήσει το θαύμα, γιατί γνώριζε πως η άρνηση της προσωπικής ευθύνης αντιστοιχεί και στην παραίτηση από κάθε εργασία πάνω στον εαυτό μας. Μας κρατά στην στάση του θύματος, όπου παραμένουμε εσαεί σαν να μην έχουμε άλλη δυνατότητα επιλογής, έτσι αβοήθητοι και ευάλωτοι, ανήμποροι και αδικοκαταραμένοι που είμαστε. Ακόμα και η αποκατάσταση της σχέσης ή της αδικίας δεν ενδιαφέρει, όπως δεν ενδιαφέρει και η αποκατάσταση της ψυχικής υγείας, γιατί πιο σημαντική είναι η φανέρωση της αδικίας και η συντήρηση της πικρίας που προκάλεσε. Αυτή πλέον δίνει αξία στην χαμένη αυταξία μας και ο πόνος είναι πιο ηδονικός από την σωτηρία της ψυχής μας. Οι άνθρωποι συχνά αναμασούν την παραλυσή τους και δεν κάνουν τίποτα για να θεραπευτούν, γιατί δεν θέλουν να χάσουν την φροντίδα των άλλων και το ενδιαφέρον των κοντινών τους ανθρώπων, που τους στηρίζουν επειδή τους λυπούνται, αλλά συγχρόνως αναπαράγουν τον πρόβλημα και τους καθιστούν ακόμα πιο αδύναμους να αναλάβουν το κόστος της ελευθερίας τους.

Το θαύμα όμως δεν είναι ποτέ μια παθητική απολαβή χάρης, αλλά αντίθετα μια ανταπόκριση στην συνειδητή επίκληση της χάριτος, μέσα από πολύ σκληρή και συγκροτημένη δουλειά. Έχοντας υπερβεί τους ανθρώπινους περιορισμούς και κατευθύνοντας την σκέψη μας και την συμπεριφορά μας προς ανώτερα πεδία, έχοντας καταφέρει να διατηρούμε τον νου σταθερά στο φως και συνειδητά να επιθυμούμε το σθένος από την α-σθένεια, καταφέρνουμε να βιώνουμε τα θαυμαστά αποτελέσματα της δουλειάς μας.

Ο άνθρωπος απαλλάσσεται από την α- σθένεια του, όχι όταν παραπονιέται σαν μικρό παιδί, αλλά όταν σαν ενήλικας κατορθώσει να αλλάξει τον τρόπο που βλέπει τα πράγματα και να δεχτεί την βοήθεια κάποιου που σέβεται και που τον εμπνέει, για να σηκωθεί και να περπατήσει και πάλι.

«Έγειραι, άρον τον κράβαττον σου και περιπάτει.»

                                                                               Τρεις προστακτικές. Τρεις προσταγές.

Σήκω πάνω, πάρε το κρεββάτι σου και περπάτα. Με απλά λόγια τον διατάζει, αφού τον ρώτησε αν θέλει να γίνει υγιής, να σηκώσει τον εαυτό του και το άχθος της ύπαρξης του και να προχωρήσει πατώντας πάνω στα δυο του πόδια, σηκώνοντας το κρεββάτι που τον σήκωνε τόσα χρόνια.

Η ανάθεση αυτού του έργου είναι απόρροια της εμπιστοσύνης που δείχνει ο θεραπευτής προς τον θεραπευόμενο, ο γονιός προς το παιδί του, ο προπονητής στον αθλητή του, ο δάσκαλος στον μαθητή του. Τον θεωρεί ικανό να σηκωθεί από το κρεβάτι, να περπατήσει και να κουβαλήσει και το βάρος του κρεβατιού του γιατί δεν τον λυπάται, ούτε τον θεωρεί αδύναμο. Για αυτό η ελεημοσύνη πολλές φορές σε καθηλώνει στο στάδιο του ανήμπορου παιδιού, ενώ η συμπόνοια σε κάνει να νιώθεις τον άλλον και το βάσανο του, αλλά δεν τον λυπάσαι γιατί τον θεωρείς ικανό με κατάλληλη βοήθεια να ανταποκριθεί σε κάθε δυσκολία και να αναλάβει την ευθύνη της ύπαρξης του. Αυτή είναι η ενήλικη στάση και ως τέτοια δεν είναι εύκολη, ούτε συχνή. Γιατί ελεύθερος άνθρωπος σημαίνει υπεύθυνος άνθρωπος κι είναι στο χέρι μας να αποφασίσουμε αν θα καθηλωθούμε παράλυτοι στο κρεβάτι μας ή αν θα σηκωθούμε και θα περπατήσουμε κουβαλώντας το κρεβάτι μας στις πλάτες μας. Δεν είναι τόσο εύκολο όσο νομίζετε να αποφασίσετε την κίνηση προς τα εμπρός, γιατί αν ήταν έτσι, όλοι θα πορευόμασταν προς μια καλύτερη ζωή και θα πράτταμε διαφορετικά προκειμένου να σπάσουμε το σύμπτωμα και να ελευθερώσουμε την δυνατότητα μας για μια καλύτερη ζωή, σχέση, επάγγελμα, επικοινωνία και κοινωνία.

Η θεραπεία κάθε μορφής αποτελεί μια απειλή γιατί αλλάζει την καθεστηκυία τάξη. Αλλάζει την οπτική μας απέναντι στα πράγματα, αν όχι τα συμβάντα, τουλάχιστον στον τρόπο που βλέπουμε την δική μας δυνατότητα αντίδρασης και ανταπόκρισης. Είναι απειλή γιατί καταρρίπτονται οι αυταπάτες μας και τα προσωπεία μας, στερεύουν οι δικαιολογίες μας και αναδεικνύονται καθαρά οι προθέσεις μας, που ενίοτε είναι αυτές της καλοπέρασης, του αράγματος και της αναζήτησης της ελεημοσύνης του άλλου. Είναι δουλειά σοβαρή να δεις τον πόνο σαν σοφία, τα ελαττώματα σαν αρετές, τις κατάρες σαν ευλογία. Είναι απαιτητική η διαδικασία ωρίμανσης μέχρι να γίνουμε σταδιακά πιο ολοκληρωμένοι ως άνθρωποι. Είναι μια ενήλικη τοποθέτηση του εαυτού που αναζητά να θεραπευτεί από κάθε πρόβλημα χωρίς να αποφύγει και την οδύνη που συνοδεύει την θεραπεία. Η αντιμετώπιση των α-σθενειών μας, των παραλύσεων μας είναι επώδυνη διαδικασία, γιατί χρειάζεται επίγνωση και προσπάθεια αλλαγής. Είναι θέμα ΕΠΙΛΟΓΗΣ.

Υπευθυνότητα και δομή

Για να επέλθει η αλλαγή απαιτείται υπευθυνότητα και δομή. Να ξέρεις τα δυνατά σου σημεία και τα αδύνατα. Στην παραβολή του παράλυτου, τα συνεργαζόμενα άτομα είχαν διαφορετικούς ρόλους, ανάλογα με τις ικανότητες τους. Ο Χριστός πρόσφερε το θαύμα του και ο παράλυτος την υποχρέωση να περπατά από εκεί και μετά. Ήταν ο καθένας υπεύθυνος για το δικό του κομμάτι της ευθύνης, για την  τήρηση της δικής του συμφωνίας. Στα καθ΄ημάς, στο σπίτι μας, στην οικογένεια μας, στο γραφείο μας, στον ίδιο μας τον εαυτό συμβαίνει το ίδιο. Οι ρόλοι μοιράζονται ανάλογα με την εμπιστοσύνη που εμπνέει ο ένας στον άλλον και καλό είναι να αναλαμβάνουμε επιτυχώς να φέρουμε εις πέρας τα καθήκοντα μας.

Όταν αγαπάμε τον εαυτό μας πιστεύουμε πως αξίζει τον κόπο να είμαστε υγιείς και να δουλεύουμε για την ψυχική, σωματική και πνευματική υγεία μας για να βελτιώσουμε τη ζωή μας. Ενέργειες όπως να αρχίσουμε θεραπεία, να συμβάλουμε με όποιο τρόπο μπορούμε στην αυτοπραγμάτωση μας, να προστατέψουμε τον εαυτό μας από παρελθοντικές καταστάσεις αδικίας και να πορευτούμε προς το φως αποδεικνύουν πως αναγνωρίζουμε την αξία μας. Όταν ήμασταν μικροί, ήμασταν ευάλωτοι και καθηλωμένοι, παράλυτοι από τον φόβο στο σκοτάδι και την αδυναμία μας να επιβιώσουμε μόνοι. Όμως όσο μεγαλώνουμε και σχηματίζουμε εαυτό, τόσο αναγνωρίζουμε πως δεν χρειάζεται πια να υποτιμούμε τον εαυτό μας και πως μπορούμε να αποκτήσουμε αίσθηση της αξίας μας είτε με την μακρόχρονη βοήθεια της θεραπείας, είτε με την στιγμιαία βοήθεια της θείας χάριτος, μιας  στιγμής αφύπνισης δηλαδή. Σημασία έχει να το θέλουμε και να έχουμε απαντήσει με σθένος στην βασική ερώτηση αν θέλουμε να είμαστε υγιείς, άσχετα με το πόσο τραυματισμένοι ήμασταν στο παρελθόν.

Αυτό είναι το ερώτημα της ψυχής μας και σε αυτήν θα απαντήσετε, με σθένος και ειλικρίνεια. Γιατί μόνο με την δική της βοήθεια και το συνεργατικό ενδιαφέρον της, μπορούμε με εμπιστοσύνη και υπευθυνότητα μαζί να αγγίξουμε το ωραίο, μέσα σε ένα είδος μυστηριακής λαμπρότητας, μέσα από τα θαύματα που ο άνθρωπος βιώνει, καθώς ανακτά την δύναμη του και την θέληση του να συμμετέχει στη ζωή του και πάλι.