Σήμερα είδα ένα ωραίο όνειρο, σαν παραμύθι. Καθόμασταν , λέει, όλοι εμείς μαζί, γνωστοί και άγνωστοι σε ένα τραπέζι παρέα με την Θέληση, την Αγάπη και την Δράση. Απέναντι μας βρισκόταν η Οκνηρία, ο Φόβος και η Αδράνεια και μας κοιτούσαν χαμογελώντας γλυκά αλλά ελαφρά ειρωνικά. Πολιτισμένα θα έλεγα, ευγενικά ίσως, αλλά σίγουρα με την επίγνωση που σου δίνει η ισχυρή αυτοπεποίθηση που στηρίζεται στην εμπειρία.
Γνώριζαν την ισχύ τους και δεν κυριεύονταν από καμία ανασφάλεια καθώς κατανοούσαν τους εσωτερικούς μηχανισμούς που σφυρηλατούνται στην παιδική ηλικία και μας επηρεάζουν καθοριστικά. Το πάνω χέρι, νομίζω ή έτσι μου φάνηκε, το είχε η Οκνηρία, πιο επικίνδυνη ακόμα και από τον Φόβο. Ίσως επειδή έδειχνε ήδη τελματωμένη και νεκρή, ενώ ο Φόβος είχε απλά μια κατεύθυνση προς την νέκρα παρασύροντας μαζί του την Αδράνεια που άβουλη, κουρασμένη, μπουχτισμένη και καταθλιπτική ακολουθούσε την πορεία προς την Οκνηρία.
Στην απέναντι πλευρά καθόντουσαν με αυτοκυριαρχία οι άλλες τρεις ποιότητες, η Θέληση, η Αγάπη και η Δράση και συζητούσαν δυνατά και χαρούμενα ωραία σχέδια, πρωτοποριακές προσεγγίσεις στα θέματα του ευ ζην και του ευ πράττειν και πρότειναν αποτελεσματικά μοντέλα σχέσεων και ζωής.
Αναρωτιόντουσαν συνέχεια τι θα έλεγε η Aγάπη αν την ρώταγαν για κάθε όραμα και τι καλό θα έκανε αυτό στους εαυτούς τους και στους άλλους. Κρατούσαν μόνο τα οράματα και τις ιδέες που είχαν ανιδιοτελές κίνητρο και πρόθεση ελευθερίας. Δεν επέβαλαν τίποτα, απλά πρότειναν και ενέπνεαν. Εξέπεμπαν μια θετική ενέργεια και μια πίστη στην ικανότητα τους να ενεργούν αποτελεσματικά. Σταθερές στις απόψεις τους σχεδίαζαν ένα μέλλον λαμπερό και έδιναν έμφαση στα δυνατά σημεία τους, παρότι είχαν υπόψιν τους και τις πιο άκαμπτες πλευρές τους, τις πιο σκληρές εκφάνσεις τους.
Η Θέληση για παράδειγμα ήξερε πως μπορούσε να γίνει σκληρή, άκαμπτη ακόμα και αυστηρά απορριπτική ή καταστροφική, αν κάτι δεν της ταίριαζε στον στόχο της, και να αγνοήσει τον σκοπό. Η Αγάπη πάλι γνώριζε πιο βαθιά από όλους την υπέρ εξάρτηση, την προσκόλληση, την προστασία που πνίγει και την καταπίεση που μπορεί να προκαλέσει άθελά της και προσπαθούσε να φωτίσει την θεραπευτική πλευρά της που είναι η στήριξη της εξέλιξης και η σύνδεση με τον υπόλοιπο κόσμο. Προσπαθούσε να είναι το θεμέλιο πάνω στο οποίο η Δράση θα στόχευε στο προσωπικό αλλά και οικουμενικό καλό, σε ένα πλαίσιο συμπονετικό και ποιοτικό.
Η Δράση θυμόταν την ικανοποιήση που ένιωθε όταν ενεργούσε αποδοτικά αλλά και τις καταφανείς απογοητεύσεις της όταν δρούσε παρορμητικά και καταστροφικά. Πολλές φορές δυσκόλεψε την καθημερινότητα της με λανθασμένες επιλογές ως προς το τι έπρεπε να κάνει και διάλεγε επιλογές ανάξιες να την ικανοποιήσουν μακροπρόθεσμα, παρόλο που σίγουρα την ανακούφιζαν βραχυπρόθεσμα. Ένα Πράττειν που όμως δεν ήταν “Ευ πράττειν”.
Στην απέναντι πλευρά του τραπεζιού την μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση την είχε ο Φόβος γιατί ήταν κάπως συγκεχυμένος στην μορφή του. Ήταν ά-σχημος, χωρίς σχήμα και για αυτό απροσδιόριστος. Δεν έλεγε πολλά, ήταν για την ακρίβεια σιωπηλός και κάπως αόρατος. Το βλέμμα του, η φωνή του, τα υπονοούμενα του είχαν την δύναμη να σε ανατριχιάζουν βαθιά μέχρι το μεδούλι και να σε παγώνουν. Τον ένιωθες διάχυτο να χύνεται πάνω στο τραπέζι, κάτω από το τραπεζομάντηλο, ανάμεσα στα πόδια της καρέκλας σου. Ήταν απλά φοβιστικός.
Η Οκνηρία βαριόταν και που ζούσε και φαινόταν στάσιμη σαν να ήταν βιδωμένη στο πάτωμα χωρίς δυνατότητα μετακίνησης. Η Αδράνεια ήταν η πιο ευτυχισμένη από όλους. Νύσταζε συνέχεια, δεν ανησυχούσε για τίποτα καθώς δεν έπραττε απολύτως τίποτα, ούτε καν απαντούσε στην συζήτηση έστω και με ανασήκωμα φρυδιού. Ήταν απόλυτα και τελεσίδικα ακίνητη, πεθαμένη και για αυτό άτρωτη, καθώς δεν θα μπορούσε με τίποτα να φθαρεί περαιτέρω, έτσι άτολμη όπως καθόταν. Κομφορμίστρια και σταθερή περισσότερο από όλους στην υποταγή και την απόσυρση.
Η ατμόσφαιρα όμως ήταν ανάλαφρη γιατί δεν υπήρχε πόλεμος η ανταγωνισμός. Σαν όλοι να είχαν υψηλή αυτοπεποίθηση και αυτοεκτίμηση κι το σύνολο τους είχε ένα άθροισμα από αυτές τις διαφορετικές εκφάνσεις του ανθρώπου ακόμα και αν δεν συνδέονταν απαραίτητα μεταξύ τους. Νομίζω με μια λέξη κανείς δεν αμφέβαλλε για τον εαυτό του και ένιωθε καλά με ότι είχε και όποιος ήταν.
Η Οκνηρία δεν είχε καμία πρόθεση να δράσει και η Θέληση καμία πρόθεση να φοβάται. Ο Φόβος σεβόταν την Αγάπη αλλά δεν θα έκανε ποτέ τον αγώνα να την κατανοήσει και να της δώσει ένα ορισμό. Άλλωστε πάντα προτιμούσε το μυστήριο, το απροσδιόριστο, το ασαφές. Για αυτό και έκανε ζευγάρι μαζί της, ήταν ισότιμοι κατά κάποιον τρόπο, γιατί ούτε εκείνος είχε συγκεκριμένο σχήμα και άφηνε τον καθένα να δώσει τον δικό του ορισμό για το πως τον βίωνε, όπως ακριβώς και η αγάπη.
Η αλήθεια είναι πως είχαν και οι δύο τις ίδιες ακριβώς ικανότητες να σε εξακοντίζουν! Ο Φόβος προς τα τάρταρα και τον θάνατο, η Αγάπη προς τα ουράνια και την ζωή. Ο ένας ήταν η κορυφή της φωτεινής εξέλιξης, ο αποτελεσματικός οδηγός επιβίωσης, ο κυματοθραύστης, και ο άλλος ήταν η άβυσσος του σκοταδιού, το εγχειρίδιο του τρόμου, το κύμα που σαρώνει. Ανάλογα με το ποιος θα σε άρπαζε πρώτος στις δαγκάνες του θα σε εκτόξευε και προς την ανάλογη κατεύθυνση.
Ο Φόβος βέβαια ήξερε την μεγάλη αλήθεια που εμείς αγνοούμε, πως ήταν ανυπόστατος αλλά δεν το έλεγε πουθενά γιατί δεν ήθελε να χάσει την δύναμη του. Μόνο η Αγάπη το γνώριζε γιατί αυτή είναι πάντα η γνώση που εμπεριέχει την σοφία και τον κοιτούσε με συμπόνοια και κατανόηση καθώς του έλεγε: « μην φοβάσαι, ξέρεις πως ξέρω πως δεν είσαι αληθινός, πως είσαι απλά μια νοητική σκεπτομορφή αλλά δεν θα σε εξοντώσω, δεν θα σε θανατώσω. ΜΟΝΟ θα σε υπερβώ, με πολλή αγάπη. Υπάρχεις με πολλές μορφές και τις ξέρω όλες : τον φόβο του μέλλοντος, του πόνου, της αποτυχίας, του ίδιου του φόβου, και του πιο μεγάλου, τον φόβο του θανάτου. Όμως γνωρίζω επίσης καλά πως είμαι μια ποιότητα φωτός και Αγάπης και όπου βρίσκομαι εγώ εσύ σβήνεις. Αυτή είναι η ουσία, απλά σβήνεις, δεν εξαφανίζεσαι, αλλά σβήνεις, όπως σβήνει το σκοτάδι όταν ανατέλλει ο ήλιος.» Ο φόβος κατάλαβε πως με την Αγάπη απέναντι του δεν θα έλαμπε το άστρο του για πολύ ακόμα, όπως κάθε άστρο μπροστά στο φως του ήλιου.
Η Αγάπη μπορεί να υπερβαίνει τον Φόβο, γιατί τον προσπερνά καθώς τον συναντά στην διαδρομή. Δεν του λέει ποτέ “κάνε πιο κει, εγώ είμαι πιο δυνατή” και άλλες τέτοιες αστοχίες, τον αφήνει να υπάρχει αλλά προχωρά, δεν σταματά να συνομιλήσει μαζί του, τον προσπερνά, τον υπερβαίνει και δεν τον φωτίζει ποτέ με το φως της. Δεν τον αγνοεί, δεν τον αποφεύγει, δεν τον βάζει κάτω από το χαλάκι, αντίθετα τον ενσωματώνει και τον μετουσιώνει. Τον υποκαθιστά με μια ποιότητα. Αντί να φοβάται, λέει : ” είμαι τολμηρή, είμαι ψυχάρα”.
Η Αγάπη συνομιλούσε σε όλους με όρους ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ ΚΑΙ ΤΡΥΦΕΡΟΤΗΤΑΣ που είναι και η βασική προυπόθεση για να αγαπήσει ακόμα και η ίδια. Για αυτό μπορούσε και να δώσει. Τρεφόταν από την προσφορά της. Η Δράση ρώτησε την Αδράνεια γιατί κάθεται άπραγη και με ένα βλέμμα ικεσίας την παρότρυνε να κινηθεί. Όμως εκείνη δεν της απαντούσε γιατί ήξερε πως δεν ήθελε να έρθει αντιμέτωπη με τον πόνο που κάθε εξέλιξη φέρει, με την τριβή της φιλοδοξίας να γίνει καλύτερη έκφραση του εαυτού της. Μια άρνηση να αποδεχτεί την ανάγκη εξέλιξης της κι μια αντίστοιχη αντίσταση στην αλλαγή ήταν το μόνο που άντεχε να κάνει. Η Δράση όμως που δεν καθόταν στα αυγά της, τής έδωσε το χέρι της και της είπε με ένα σιωπηλό νεύμα: «άντε σήκω, δεν χρειάζεται να πονέσεις για να κινηθείς προς το καλό σου. Με εμένα συνοδοιπόρο δεν θα πονέσεις ποτέ γιατί ένας άνθρωπος που δεν αντιστέκεται και κοιτά ψηλότερα δεν πονά ποτέ».
Η Θέληση δεν έκανε τίποτα από όλα αυτά. Σηκώθηκε θεληματικά και χωρίς πολλές πολλές κουβέντες, μίνιμαλ και αποφασιστικά πλησίασε την Οκνηρία και την πήρε αγκαλιά. « Δεν νομίζω να μπορώ ποτέ να απαλλαγώ από εσένα,” της είπε με καλοσύνη “είσαι το ίδιο το άχθος της ύπαρξης μου και ούτε θα το προσπαθήσω. Θα σε κουβαλώ ΠΑΝΤΑ ΣΑΝ ΤΗΝ ΒΑΡΙΑ ΑΠΟΣΚΕΥΗ ΜΟΥ, ΣΑΝ ΤΗΝ ΣΚΙΑ ΜΟΥ, αλλά ανάλαφρα θα σε υπερβαίνω ΩΣ ΕΑΝ δεν είσαι εκεί, ΩΣ ΕΑΝ η ζωή να είναι ένα ακούραστο ταξίδι, ΩΣ ΕΑΝ το άχθος και η κούραση μου να μην με διαλύουν, ΩΣ ΕΑΝ να δημιουργώ την αρμονία μέσα από τα αντίθετα, το Φως και το σκοτάδι, την Θέληση και την οκνηρία, την Αγάπη και τον φόβο, την Δράση και την αδράνεια. Μπορώ και θέλω να πορεύομαι συνεχώς σε μια Σύνθεση ποιοτήτων, ΜΕ ΓΝΩΣΗ, ΑΓΑΠΗ ΚΑΙ ΘΕΛΗΣΗ μέσα στη μόνη οπτική που μου επιλύει την θλίψη και την ανησυχία: ΤΗΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑ!
Ο Φόβος ζάρωσε στην καρέκλα του φοβισμένος, γιατί γνώριζε καλά πως μόνο όταν η πόλωση είναι στην ψυχή, που διέπεται από την δημιουργικότητα, ο Φόβος ξεπερνιέται. Μόνο ο ορθός προσανατολισμός προς την δημιουργία και την προσφορά στον άλλον, του αφαιρεί το οξυγόνο και τον κάνει να σβήνει όλο και πιο πολύ, σαν το καντηλάκι που σώνεται το λαδάκι του.
Η Θέληση, η Αγάπη και η Δράση σηκώθηκαν με αποφασιστικότητα και αγνοώντας την ύπαρξη των άλλων μελών εστίασαν σε αυτά που είχαν να κάνουν και άρχισαν να δουλεύουν υπέρ της υγείας, της ευημερίας και της ευδαιμονίας. Η Οκνηρία, ο Φόβος και η Αδράνεια συρρικνώθηκαν στην καρέκλα τους και μέσα στα γέλια και την δημιουργικότητα που γέμισαν τον χώρο, άρχισαν ένας ένας να σβήνουν μέχρι που βυθίστηκαν στο βαθύ σκοτάδι τους, επιτρέποντας στις νέες φωτεινές σκεπτομορφές να ζεσταίνουν τις καρδιές των ανθρώπων και να προβάλλουν ένα νέο τόπο όπου όλα τα όντα μεγάλωναν μέσα από την δημιουργικότητα, την ποιότητα να θέλουν και να αγαπούν αυτό που κάνουν, είτε ήταν να περπατούν, να πλένουν το πάτωμα, να μαγειρεύουν, να μεγαλώνουν παιδιά, να τραγουδούν ή να σχετίζονται.
Έτσι μεγάλωσε η ομορφιά του κόσμου. Με ένα τραγούδι που τραγούδησαν, με μια ζωγραφιά που ζωγράφισαν, με ένα γλυκό που έφτιαξαν, με μια αγκαλιά που έδωσαν, αλλάζοντας βαθιά τον κόσμο τους, αποδίδοντας του τις δικές τους αξίες και εκπληρώνοντας τον προορισμό τους: να ολοκληρώσουν το έργο που τους αναλογούσε σε μια νέα μαθητεία χαράς και επίτευξης.